ἄπορα

ἄπορα
ἄπορος
without passage
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τἄπορα — ἄπορα , ἄπορος without passage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эригена — (Иоанн Скот) философ IX в., попытавшийся объединить в своих воззрениях результаты предшествовавшего ему развития спекулятивной мысли в христианстве на Востоке и Западе и создавший неожиданно высокую по достоинствам для своего времени систему,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Religion grecque (sources) — Religion grecque antique (sources) La religion grecque antique n existant plus en tant que telle, il n est pas possible de la décrire à partir d observations directes. Il faut donc, pour la connaître, s appuyer sur un ensemble important de… …   Wikipédia en Français

  • Religion grecque antique (sources) — La religion grecque antique n existant plus en tant que telle, il n est pas possible de la décrire à partir d observations directes. Il faut donc, pour la connaître, s appuyer sur un ensemble important de sources, qui sont principalement d ordre… …   Wikipédia en Français

  • Religión de la Antigua Grecia (fuentes) — Saltar a navegación, búsqueda La religión de Grecia Antigua no es posible describirla a partir de observaciones directas. Hace falta pues, para conocerla, apoyarse en un conjunto importante de fuentes, que son principalmente de orden literario,… …   Wikipedia Español

  • πόριμος — ον, θηλ. και ίμη, Α 1. αυτός που έχει τη δυνατότητα να βρίσκει μέσα, επινοητικός («ῥήτωρ πόριμος», Πολυδ.) 2. αυτός που παρέχει μέσα ασφαλείας, σωτήριος 3. αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῡ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.) 4. (για τροφή)… …   Dictionary of Greek

  • συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά …   Dictionary of Greek

  • φιλήτης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο. 1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη… …   Dictionary of Greek

  • φιλητής — Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο. 1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη… …   Dictionary of Greek

  • ύπερθεν — και αιολ. τ. ὕπερθα και για μετρ. λόγους ὕπερθε Α επίρρ. 1. από πάνω 2. (σχετικά με το σώμα) στα άνω τμήματα 3. από τον ουρανό, από τους θεούς 4. (με γεν.) περισσότερο 5. χρησιμοποιείται και για να δηλώσει σύγκριση («τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”